Dictionary of Greek. 2013.
σάι — και σάγι και σάδι, το, Ν τμήμα ή διαμέρισμα καλλιεργημένου στρέμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τουρκ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek